- ἄνομον
- ἄνομοςlawlessmasc/fem acc sgἄνομοςlawlessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek